κρουνίον

κρουνίον
κρουνίον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρουνίον — κρουνίον, τὸ (AM) [κρουνός] μικρός κρουνός* …   Dictionary of Greek

  • κρουνίσκος — κρουνίσκος, ὁ (Α) 1. κρουνίον* 2. ο μικρός σωλήνας τής κλεψύδρας («ἐν ἀρχῇ τῆς ἀφέσεως τοῡ κρουνίσκου ἐκέλευον τὸν ῥήτορα λέγειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”